Γειτονία

Δε σε ξέρω πολύ. Είμαστε πλέον γείτονες, τώρα που ξαναγύρισα στα παλιά μου λημέρια. Σε ξέρω χρόνια εξ αποστάσεως χωρίς να σε ξέρω πραγματικά. Λέμε ένα “γεια” όταν συναντιούνται οι δρόμοι μας. Είδη βρίσκεσαι στην αρχή αυτού που λέμε “τρίτη ηλικία”, άδικος όρος για πολλούς, καθώς κάποιοι είναι πιο ζωντανοί και από έφηβο.

Όμως, το δικό σου βήμα κουρασμένο κι άτονο, καθώς ανεβαίνεις τα σκαλιά, τα μαλλιά σου λευκογκρίζα σε τόνους ασημί, βλέμμα, πολλές φορές απροσδιόριστο, με παράπονο κάποιες φορές. Από αυτό το λίγο που ανταμώνουμε όμως, καταλαβαίνω ότι σου λείπουν πολλά. Και δε μιλώ για τα υλικά πράγματα. Μιλώ για την ουσία. Πράγματα ψυχής.

Είσαι μοναχικός άνθρωπος. Τα τελευταία χρόνια ζεις μόνος σου γιατί έτσι σου τα έφερε η ζωή. Και πόσο μάλλον τώρα, που δεν έχεις τη σύντροφο της ζωής σου…

Πολλές φορές κάθομαι στο μπαλκόνι και ρεμβάζω μακριά – ναι έχω ακόμα αυτήν την ευλογία να βλέπω λίγα δέντρα και 2 μικρά ξέφωτα πρασίνου – και σκέφτομαι να σου πιάσω κουβέντα, έτσι για λίγη παρέα, αλλά τι να σου πω, πώς να αρχίσω;

Φοβάμαι λίγο τις σκέψεις και τις λέξεις μου. Βλέπεις, δεν έχω το θάρρος να ανοίξω κουβέντες. Τα δικά μου τα όρια, νομίζω πως τα γνωρίζω. Τα δικά σου, όχι! Κι αν τα δικά σου είναι πιο εύθραυστα από τα δικά μου; Αν πω κάτι που δεν πρέπει;

Κάποιες φορές, όταν μου το επιτρέπει η ώρα και το κέφι, κάθομαι στη γωνιά μου, κοιτώντας πάντα ψηλά. Το φεγγάρι. Κι όλο εύχομαι… Το είχα διαβάσει κάπου και το κράτησα: “η ελπίδα έρχεται από ψηλά”. Εκεί, καθισμένη στη γνωστή γωνιά του μπαλκονιού μου, μίξη ήχων και θερινής ευωδιάς λουλουδιών, συνθέτουν ένα ακόμα καλοκαίρι που τελειώνει, το ελληνικό μας καλοκαίρι! Με μια δόση μελαγχολίας.

Κάπου – κάπου, μπλέκονται ήχοι αταίριαστοι με το σκηνικό που πασχίζω να δημιουργήσω μέσα μου. Ανεπαίσθητα, ενοχλούμαι λίγο. Ύστερα, αντιλαμβάνομαι ότι προέρχονται από σένα, μοναχικέ μου γείτονα. Και κάπως, γλυκαίνω. Ένας ήχος τηλεφώνου, μια συνομιλία με τη “σπασμένη” σου προφορά αγγλικών, στιγμιαία, με κάνουν να χαμογελώ… Σκέφτομαι, πως ναι, ίσως υπάρχει μια ελπίδα, γιατί ακόμα προσπαθούμε.

Το φεγγάρι τώρα έχει βγει για τα καλά για να δείξει το μεγαλείο του… Αρχίζει να κάνει λίγη ψύχρα. Μίκρυνε η μέρα, βλέπεις. Όσο και να λέμε, καλοκαίρι δεν είναι. Πίνω τις τελευταίες σταγόνες κρασιού από το ποτήρι μου. Ακούω τα παντζούρια σου να κλείνουν. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ, σε λίγο.

Λίγο πριν ξαπλώσω, τσεκάρω την πόρτα μου, αν είναι κλειδωμένη καλά. Βλέπω από τη χαραμάδα της μιας κλειδαριάς, το φως σου αναμμένο ακόμα, κι η ώρα έχει περάσει. Πέφτω στο κρεβάτι, έχοντας στο μυαλό μου καταιγισμό σκέψεων, καλές, κακές, που εναλλάσσονται. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι…

Ένα είναι σίγουρο: σιωπή και μοναχικότητα, εκφρασμένες με διαφορετικό τρόπο για τον καθέναν μας. Ό,τι σκεφτήκαμε ή ονειρευτήκαμε για απόψε, τέλος! Αύριο, πάλι… Κι έχει ο Θεός…

Για τον “Κ.”

Εύη Μαυρογιάννη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *